- άγονος
- -η, -ο (Α ἄγονος, -ον)1. αυτός που δεν παράγει κάτι, ο μη γόνιμος2. (για πρόσωπα και ζώα) στείρος3. (για τη γη) άκαρπος, άφορος, χέρσος4. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, άσκοπος, ανώφελοςαρχ.1. αγέννητος2. άτεκνος, άκληρος3. φρ. «ἄγονος ἡμέρα ἢ ἔτος», ημέρα ή έτος που δεν ευνοεί τη γέννηση παιδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + γονή.ΠΑΡ. ἀγονία].
Dictionary of Greek. 2013.